ξαναθυμίζω

ξαναθυμίζω
θυμίζω πάλι, υπενθυμίζω ξανά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανενθυμίζω — ξαναθυμίζω …   Dictionary of Greek

  • καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπενθυμίζω — Ν κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”